πολύμιτος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, consisting of many threads, Cratin.436; τὰ π. damask stuffs, in which several threads were taken for the woof in order to weave in patterns, Plin.HN8.196; πέπλοι π. damask robes, A.Supp.432 (lyr.); προσκεφάλαια Sammelb. 7033.37 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 666] vielfädig, πέπλοι, Aesch. Suppl. 427, buntgewebte ägyptische Kleider; denn τὰ πολύμιτα sind Zeuge, bei denen zum Einschlag mehrere Fäden genommen wurden, um Blumen u. andere Figuren einzuweben, wie bei Damast; das lat. polymita und plumatica.
Greek (Liddell-Scott)
πολύμῐτος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν μίτων (νημάτων) συνιστάμενος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 115· τὰ πολύμιτα, ὑφάσματα ὡς τὰ νῦν δαμασκηνὰ διὰ πολλῶν μίτων ὑφαινόμενα, Λατ. polymita, Πλίν. 8. 74· πέπλοι πολύμιτοι, τοιαῦτα Αἰγύπτια ὑφάσματα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. ― ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν τὰ τοιαῦτα ὑφάσματα ἐκαλεῖτο πολυμιτικὴ ἢ πολυμιταρική, Σουΐδ., Ἡσύχ. ἐν λ. ποικιλτική.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tissé de fils de diverses couleurs, tissu broché.
Étymologie: πολύς, μίτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύμιτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ύφασμα) κατασκευασμένος με πολλές διαφορετικές κλωστές, αυτός του οποίου το υφάδι έχει κλωστές με διαφορετικό χρώμα για την κατασκευή διακοσμητικών μοτίβων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολυμιτα
τα δαμασκηνά, υφάσματα με υφαντή διακόσμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μίτος (πρβλ. λεπτό-μιτος)].
Russian (Dvoretsky)
πολύμῐτος: пестротканный, разноцветный (πέπλοι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμιτος -ον [πολύς, μίτος] met veel draden:. π. πέπλοι fijngeweven gewaden Aeschl. Suppl. 432.