ψυχραίνω

From LSJ
Revision as of 20:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχραίνω Medium diacritics: ψυχραίνω Low diacritics: ψυχραίνω Capitals: ΨΥΧΡΑΙΝΩ
Transliteration A: psychraínō Transliteration B: psychrainō Transliteration C: psychraino Beta Code: yuxrai/nw

English (LSJ)

make cool or cold, cool, in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.in Prm. p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.Par.Ptol.270.

German (Pape)

[Seite 1404] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχραίνω: μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, ψύχω, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - Κατὰ Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ψυχρός
1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. μτφ. μειώνω τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την θέρμη κάποιου, τον δυσαρεστώ (α. «η στάση του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ μέντοι ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος («ψύχρανε ο καιρός»).