ψυχραίνω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
make cool or cold, cool, in Pass., Plu.Fr.inc.149, Alex.Trall.1.14, Procl.in Prm. p.571 S.: metaph., φιλίας ταχὺ -αινομένας Id.Par.Ptol.270.
German (Pape)
[Seite 1404] kühl, kalt machen, abkühlen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχραίνω: μέλλ. -ανῶ, ὡς καὶ νῦν, ποιῶ τι ψυχρόν, ψύχω, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 21. - Κατὰ Σουΐδ.: «ψύχεται· ἀντὶ τοῦ ψυχραίνεται» - «οἱ ἐκπνέοντες ψυχραίνονται παντὶ τῷ σώματι» Τρικλ. εἰς Σοφ. Αἴαντ. 1029, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ψυχρός
1. καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. μτφ. μειώνω τον ενθουσιασμό, τον ζήλο, την θέρμη κάποιου, τον δυσαρεστώ (α. «η στάση του μέ ψύχρανε» β. «φιλίας ταχὺ μέντοι ψυχραινόμενος». Πρόκλ.)
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι ψυχρότερος («ψύχρανε ο καιρός»).