βαρυσκελής
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ές, heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
(βᾰρυσκελής) -ές
lento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.
Greek Monolingual
βαρυσκελής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που νιώθει τα πόδια του βαριά, ο δυσκίνητος.