διλογέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
repeat, X.Eq.8.2; περὶ τῶν αὐτῶν D.S. 16.46:—Pass., διλογηθὲν ὄνομα Demetr.Eloc.267:
Greek (Liddell-Scott)
δῐλογέω: ἐκ νέου λέγω, ἐπαναλαμβάνω, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2, Διόδ. 16. 46· ― Ρημ. ἐπίθ. -ητέον, Δημ. Φαλ. 202.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dire deux fois la même chose.
Étymologie: δίλογος.
Spanish (DGE)
1 intr. decir dos veces lo mismo, volver a hablar o tratar de lo mismo εἰ δέ τις δ. ἡμᾶς οἴεται, ὅτι περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν νῦν τε καὶ πρόσθεν X.Eq.8.2, cf. Philostr.VS 572, Dam.in Prm.430, τὸ δ. ἐργῶδες εἶναι νομίζομεν Apollon.Cit.1.4, οὐ προσπταίων οὐ διλογῶν sin trabucarse ni repetirse al recitar tiradas de versos, Synes.Ep.111, δ. ἐν ἐναντιότητι νοημάτων decir dos veces lo mismo con propósitos opuestos Eust.757.11
•c. giros prep. volver a hablar o tratar τὸ δ. περὶ τῶν αὐτῶν D.S.16.46, ὑπὲρ τῶν αὐτῶν D.S.20.37.
2 tr. repetir en v. pas. διλογηθὲν ὄνομα en la figura ret. de la anadiplosis, Demetr.Eloc.267, Ζηνόδοτος γράφει «ἐκλάθετ' οὔδ' ἐνόησεν» ὥστε τὸ αὐτὸ διλογεῖσθαι Sch.Er.Il.9.537a.
Greek Monotonic
δῐλογέω: μέλ. -ήσω, ξαναλέω, επαναλαμβάνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διλογέω: дважды говорить, повторять Xen., Diod.