δίλογος
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
δίλογον, double-tongued, doubtful, 1 Ep.Ti.3.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 que habla con doblez, hipócrita, falso διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους 1Ep.Ti.3.8, cf. Polyc.Sm.Ep.5.2.
2 adv. -ως con ambigüedad, con doble significado, dilogos nunc dicitur sacris, quia sacrum ... et execrabile significat Porphyrio Comm.174.9.
German (Pape)
[Seite 630] zweimal sagend, wiederholend, Poll. 2, 118; doppelzüngig, N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux langues, fourbe.
Étymologie: δίς, λόγος.
Russian (Dvoretsky)
δίλογος: досл. дважды или двояко говорящий, перен. двуязычный или двуличный NT.
Greek (Liddell-Scott)
δίλογος: -ον, δίγλωσσος, ἀμφίβολος, 1 Ἐπ. Τιμ. γ΄, 8.
English (Strong)
from δίς and λόγος; equivocal, i.e. telling a different story: double-tongued.
English (Thayer)
διλογον (δίς and λέγω);
1. saying the same thing twice, repeating: Pollux 2,118, p. 212, Hemst. edition; whence διλόγειν and διλογία, Xenophon, de re equ. 8,2.
2. double-tongued, double in speech, saying one thing with one person, another with another (with intent to deceive): 1 Timothy 3:8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίλογος)
1. διφορούμενος
2. διπρόσωπος, αμφίλογος
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών
2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι- + -λογος < λέγω και νεοελλ. παθ. < δι- + ουσ. λογή «είδος»].
Greek Monotonic
δίλογος: -ον (δίς), δίγλωσσος, αμφίβολος, αμφίσημος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
δί-λογος, ον adj [δίς]
double-tongued, doubtful, NTest.
Chinese
原文音譯:d⋯logoj 笛-羅哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:二-放置了(說了)
字義溯源:說模稜兩可的話,一口兩舌的,無誠意的,欺詐的;由(δίς)=兩次)與(λόγος)=話)組成;其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 一口兩舌(1) 提前3:8