κορμολογία
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ, collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).
Greek Monolingual
κορμολογία, ἡ (Α)
πάπ.
1. η συλλογή κορμών
2. η διευθέτηση της παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + -λογία με σημ. «συλλογή» (< -λογῶ < -λογος < λόγος), πρβλ. καρπολογία, ψηφολογία.