λοιμώσσω

From LSJ
Revision as of 03:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμώσσω Medium diacritics: λοιμώσσω Low diacritics: λοιμώσσω Capitals: ΛΟΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: loimṓssō Transliteration B: loimōssō Transliteration C: loimosso Beta Code: loimw/ssw

English (LSJ)

Att. λοιμώττω, fut. -ξω, to have the plague, Gal.10.362, Luc.Hist.Conscr.15, Scyth.2, Max.Tyr.41.4, Sch.Ar.Pl.627; also ἐν λοιμώττοντι χωρίῳ a plague-spot, Procl.in Alc.p.256 C.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμώσσω: Ἀττ. -ττω: -ξω, ἔχω λοιμόν, πάσχω ἐκ λοιμοῦ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Σκυθ. 2· πρβλ. λιμώσω ἐκ τοῦ λιμός.

French (Bailly abrégé)

être atteint de la peste.
Étymologie: λοιμός.

Greek Monolingual

λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) λοιμός
πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα -ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμώσσω, μαιμώσσω)].

Greek Monotonic

λοιμώσσω: Αττ. λοιμώττω, μέλ. λοιμώξω, μαστίζομαι από λοιμό, πάσχω από πανούκλα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λοιμώσσω: атт. λοιμώττω быть пораженным чумой, быть зачумленным Luc.

Middle Liddell

λοιμώσσω,
to have the plague, Luc.