ἀναβλύω
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Ep. impf. ἀναβλῡεσκε A.R.3.223, = ἀναβλύζω, boil over, Hp.Mul.1.78; gush out, Plb.34.9.7, Str.3.5.7, Nonn.D.48.878 [κρήνη] ἀναβλύεσκε γάλακτι A.R. l. c.: c. acc. cogn., spout out, ἀνέβλυον ἰκμάδα, ὕδωρ, Nonn.D.9.31, 6.255:—spurt foam from the mouth, Hp.Morb.Sacr.7.
German (Pape)
[Seite 181] dass., Hippocr.; Pol. 34, 9, 7; Nonn.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ép. ἀναβλύεσκε A.R.3.223]
1 intr. desbordarse, fluir a borbotones del aceite hirviente, Hp.Mul.1.78, ἀφρός Hp.Morb.Sacr.7.10, del agua de una fuente, Plb.34.9.7, (κρήνη) ἀναβλύεσκε γάλακτι A.R.l.c. οἶνος Nonn.D.48.878.
2 c. ac. hacer desbordarse ἰκμάδα Nonn.D.9.31, ὕδωρ Nonn.D.6.255.
Greek Monolingual
ἀναβλύω (Α)
(για υγρά)
1. αναβλύζω
2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω
3. βγάζω αφρούς από το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλύω (νεώτ. τ. του ρ. βλύζω
πρβλ. κ. ἀναβλύζω)].
Russian (Dvoretsky)
ἀναβλύω: Polyb. = ἀναβλύζω.