οὐσιοποιός
From LSJ
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
όν, creating substance or essence, Herm.in Phdr. p.153 A., Procl.Inst.157, Dam.Pr.83, Simp.in Cat.325.20, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οὐσιοποιός: -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ.
Greek Monolingual
οὐσιοποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που δημιουργεί ουσία, δηλ. ύπαρξη ή περιουσία
αρχ.
αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -ποιός].