τέθμιος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
v. θέσμιος, τεθμός, v. θεσμός. τεθμοφούλαξ, v. θεσμοφύλαξ.
German (Pape)
[Seite 1079] dor. statt θέσμιος, festgesetzt, gesetzmäßig, herkömmlich; ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον, Pind. N. 11, 27; τέθμιόν μοί φαμι σαφέστατον εἶναι, I. 5, 20, das von mir aufgestellte Gesetz; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 450 u. Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τέθμιος: -ον, ἢ α, ον, Δωρ. ἀντὶ θέσμιος, τεθειμένος, ὡρισμένος, κανονικός, Λατ. solennis, ἑορτὴν Ἡρακλέος τέθμιον Πινδ. Ν. 11. 35· τέθμιαι ὧραι Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 87. ΙΙ. τέθμιον, τό, = τῷ ἑπομ., νόμος, Πινδ. Ι. 6 (5), 28, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 174, εἰς Δήμ. 12, Ὀππ. Κυν. 1. 450.
French (Bailly abrégé)
dor. c. θέσμιος.
English (Slater)
τέθμιος, -ον
1 established by law πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) n. s. pro subs., ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις law (I. 6.20)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. θέσμιος.
Greek Monotonic
τέθμιος: -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί θέσμιος, ορισμένος, κανονικός, Λατ. solenins, σε Πίνδ.· τέθμιον, τό, = το επόμ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τέθμιος: дор. (= θέσμιος) установленный, (обще)принятый (ἑορτά Pind.).
Middle Liddell
τέθμιος, ον, [doric for θέσμιος
settled, regular, Lat. solennis, Pind.:— τέθμιον, ου, = τεθμός, Pind.