ὁμόσιτος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον, eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.
German (Pape)
[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].
Greek Monotonic
ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόσῑτος: ὁ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.