ὁμόσιτος

From LSJ
Revision as of 11:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσῑτος Medium diacritics: ὁμόσιτος Low diacritics: ομόσιτος Capitals: ΟΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: homósitos Transliteration B: homositos Transliteration C: omositos Beta Code: o(mo/sitos

English (LSJ)

ον, eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].

Greek Monotonic

ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσῑτος: ὁ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.

Middle Liddell

ὁμό-σῑτος, ον,
eating together, μετά τινος Hdt.