ἐνυδρόβιος

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυδρόβῐος Medium diacritics: ἐνυδρόβιος Low diacritics: ενυδρόβιος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: enydróbios Transliteration B: enydrobios Transliteration C: enydrovios Beta Code: e)nudro/bios

English (LSJ)

ον, living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur l'eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).

Middle Liddell

ἐνυδρό-βῐος, ον adj
living in the water, Anth.