διάλλαγμα

From LSJ
Revision as of 10:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλλαγμα Medium diacritics: διάλλαγμα Low diacritics: διάλλαγμα Capitals: ΔΙΑΛΛΑΓΜΑ
Transliteration A: diállagma Transliteration B: diallagma Transliteration C: diallagma Beta Code: dia/llagma

English (LSJ)

ατος, τό, A substitute, changeling, E.Hel. 586. II difference, D.H.7.64. III renewal, PLips.97xxvi 13 (iv A.D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substitución, cambio ref. a una pers., E.Hel.586.
2 diferencia διαριθμουμένων τῶν ψήφων οὐ μέγα τὸ δ. ἐφάνη D.H.7.64.

German (Pape)

[Seite 587] τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.

Greek (Liddell-Scott)

διάλλαγμα: τό, ἀντάλλαγμα, Εὐρ. Ἑλ. 586 (ἔνθα τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. διαφορά, παραλλαγή, Διον. Ἁλ. 7. 64.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre);
2 différence.
Étymologie: διαλλάσσω.

Greek Monolingual

διάλλαγμα, το (Α) διαλλάσσω
1. αντάλλαγμα
2. παραλλαγή, διαφορά.

Greek Monotonic

διάλλαγμα: -ατος, τό, υποκατάστατο, αντάλλαγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διάλλαγμα: ατος τό подмена, подставное лицо Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάλλαγμα -ατος, τό [διαλλάττω] vervanging.

Middle Liddell

διάλλαγμα, ατος, τό, n
a substitute, changeling, Eur. [from διαλάσσω]

English (Woodhouse)

changeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)