ἀνενδοίαστος

From LSJ
Revision as of 13:31, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνενδοίαστος Medium diacritics: ἀνενδοίαστος Low diacritics: ανενδοίαστος Capitals: ΑΝΕΝΔΟΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anendoíastos Transliteration B: anendoiastos Transliteration C: anendoiastos Beta Code: a)nendoi/astos

English (LSJ)

ον, unhesitating, Ph.1.440, 2.36; indubitable, Id.1.302, al., Luc.Herm.67; unambiguous, Anon.in SE61.15: Gramm., unquestionably correct, ἀ. καὶ ὑγιές A.D. Synt.21.1. Adv. ἀνενδοιάστως 218.19; without doubt, Ph.2.319; unhesitatingly, unequivocally, 1.351,POxy.138.25 (610 A.D.).

Spanish (DGE)

-ον
1 de que no se duda, firme γνώμη Ph.1.440
que no ofrece duda, indudable μετάστασις Ph.2.36, ἀπόδειξις Ph.1.302, τοῦτο αὐτὸ οὐκ ἀνενδοίαστον ἀποφαίνεις Luc.Herm.67
no ambiguo ἀπόκρισις Anon.in SE 61.15
gram. de palabras incuestionable τὸ μὲν ἀνενδοίαστον καὶ ὑγιὲς Ἀλεξανδρεύς lo incuestionable y lo correcto es la forma Ἀλεξανδρεύς A.D.Synt.21.1, cf. 93.15, 208.27, 281.19
incuestionable, indudable τὴν Καίσαρος ἀρετὴν καὶ πίστιν ... ἀνενδοίαστον γενομένην I.AI 17.246.
2 adv. ἀνενδοιάστως = indudablemente, incuestionablemente, sin duda ἀνενδοιάστως ἀνδροφόνον εἶναι Ph.2.319, ἐλέσθαι Ph.1.351, cf. Hsch.
sin vacilar = ἀνενδοιάστως φάγε τὸ σῶμα Gr.Naz.M.36.649C, πιστεύεται Iambl.Protr.20 (p.96).

German (Pape)

[Seite 223] unbezweifelt. Luc. Hermot. 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνενδοίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, ἀναμφίβολος, Λουκ. Ἑρμότ. 67, Πολυδ. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, Πολυδ. Ε. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non douteux, indubitable.
Étymologie: , ἐνδοιάζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενδοίαστος, -ον) ενδοιάζω
αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται δεκτός απερίφραστα.

Greek Monotonic

ἀνενδοίαστος: -ον (ἐνδοιάζω), αναμφίβολος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνενδοίαστος: несомненный Luc.