ἀπέρεισις

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρεισις Medium diacritics: ἀπέρεισις Low diacritics: απέρεισις Capitals: ΑΠΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: apéreisis Transliteration B: apereisis Transliteration C: apereisis Beta Code: a)pe/reisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A leaning upon, pressure, resistance, Pl.Cra.427a; ἀ. πρὸς τὰς χεῖρας Arist.IA705a18, cf. Pr.885b1. II infliction, τιμωρίας Plu.2.1130d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 presión, apoyo τῆς γλώττης Pl.Cra.427a, cf. Arist.IA 705a18, Pr.885b1, ἀ. ἐπὶ τοὺς ὤμους Eleazarus en Eus.PE 8.9.21
fig. ἐπὶ θηρία ... τὴν ἀ. πεποίηνται Eleazarus en Eus.PE 8.9.10.
2 inflicción τιμωρίας Plu.2.1130d.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, das Aufstützen, Feststämmen, Plat. Crat. 427 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἀπερείδεσθαι ἐπί τινος, στηρίζεσθαι, πίεσις, ἀντίστασις, Πλάτ. Κρατ. 427Α· ἀντ. πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 3, Προβλ. 5. 40, 6. ΙΙ. ἐπιβολή, τιμωρίας Πλούτ. 2. 1130D.

Greek Monolingual

ἀπέρεισις, η (Α) απερείδω
1. στήριξη, αντίσταση, ανθεκτικότητα
2. επιβολή (ἀπέρεισις τιμωρίας).

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρεισις: εως ἡ
1) давление, нажим, упор, Plat., Arst.;
2) присуждение, наложение (τιμωρίας Plut.).