ἀπαράσημος

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράσημος Medium diacritics: ἀπαράσημος Low diacritics: απαράσημος Capitals: ΑΠΑΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: aparásēmos Transliteration B: aparasēmos Transliteration C: aparasimos Beta Code: a)para/shmos

English (LSJ)

ον, A not counterfeit, Hsch. II κατηγορία φόνου ἀ. with no defendant named, Antipho 2.1 tit.

Spanish (DGE)

-ον
1 no falsificado κάλλος Cyr.Al.M.75.955D, cf. Hsch.
2 que no tiene título, sin título de discursos, tít. de Antipho 2.1 tít., Lys.21.

German (Pape)

[Seite 279] unverfälscht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσημος: -ον, ἀπαραποίητος, ἀκίβδηλος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 25. 2) = ἀπαρασήμαντος, Γραμμ.

Greek Monolingual

ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.