ἀφέτης

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφέτης Medium diacritics: ἀφέτης Low diacritics: αφέτης Capitals: ΑΦΕΤΗΣ
Transliteration A: aphétēs Transliteration B: aphetēs Transliteration C: afetis Beta Code: a)fe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀφίημι) A one who lets off a military engine, Plb.4.56.3. b teacher of ballistic, IG2.465.22. c starter in races, POxy.152.1 (vii A.D.). 2 Astrol., prorogator, heavenly body which determines the vital quadrant, Ptol.Tetr.131. II Pass., a freed-slave among the Spartans, Myro2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I en Esparta liberto Myro 1.
II 1artillero, servidor de una máquina de guerra λιθοφόρους ... καὶ τοὺς ἀφέτας (ἡτοίμασαν) Plb.4.56.3, τὸν τοξότην ... καὶ τὸν ἀφέτην IG 22.1028.53, cf. 1007, 1008.85, 1009.22 (todas II a.C.).
2 juez de salida en las carreras OAshm.Shelton 85, 89 (IV d.C.?), POxy.152.1 (VII d.C.).
3 astrol. astro que influye sobre el cuadrante vital en el momento del nacimiento, Ptol.Tetr.3.11.10, Cat.Cod.Astr.8.(1).261, 262.

German (Pape)

[Seite 409] ὁ, 1) der Loslassende, der Schleuderer beim Wurfgeschütz, Pol. 4, 56. – 2) der Freigelassene bei den Lacedämoniern, bei Ath. VI, 271 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφέτης: του, ὁ (ἀφίημι) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ πρός, τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., δοῦλος ἀπελεύθερος ἐν Σπάρτῃ, «πολλάκις..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. 1 qui lance des traits ou des projectiles, particul. qui manœuvre une baliste;
2 t. d'astron. qui lance des rayons en parl. de certains corps célestes;
II. à Sparte esclave, affranchi.
Étymologie: ἀφίημι.

Greek Monolingual

ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

ἀφέτης: ου ὁ метатель, pl. прислуга метательного орудия Polyb.