ἐκρινίζω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
(ῥίς) smell out, Ps.-Luc.Philopatr.22.
Spanish (DGE)
perder la pista, perder el rastro en sent. fig., Luc.Philopatr.22.
German (Pape)
[Seite 778] auswittern, ausspüren, Luc. Philop. 22 aus einem com., wie es scheint.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκρῑνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ῥινηλατῶ, ἐξιχνεύω, μῶν κακῶς πάντα ἐξερρίνισα; Ψευδο-Λουκ. Φιλόπ. 22.
French (Bailly abrégé)
chercher en flairant.
Étymologie: ἐκ, ῥίς.
Greek Monolingual
ἐκρινίζω (Α)
ανιχνεύω με την όσφρηση, ρινηλατώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκρῑνίζω: разнюхивать (πάντα Luc.).