ἐμβρυοτομία
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἡ, cutting up of the foetus, Gal.19.107, Philum. ap. Aët.16.23, Olymp.in Grg.p.258 J., PTeb.676, Ptol.Tetr.149, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. embriotomía, escisión del feto muerto, para reducir su volumen y facilitar su extracción, Philum. en Aët.16.23, Gal.19.107, Ptol.Tetr.3.13.10, Vett.Val.3.1, Medic.Fr.Pap. en PTeb.676, Sor.4.4.154, Olymp.in Grg.17.3.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, das Zerschneiden des Kindes im Mutterleibe, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρυοτομία: ἡ κατατομὴ τοῦ ἐμβρύου ἐν τῇ μήτρᾳ, Γαλην. Γλωσσ. ἐν λ. ἰχθύην σ. 488.
Greek Monolingual
η (AM ἐμβρυοτομία)
χειρουργική επέμβαση για σμίκρυνση του όγκου νεκρού κυήματος και διευκόλυνση της εξαγωγής του από τη μήτρα.