βούλιος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλιος Medium diacritics: βούλιος Low diacritics: βούλιος Capitals: ΒΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: boúlios Transliteration B: boulios Transliteration C: voylios Beta Code: bou/lios

English (LSJ)

ονA, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον sensato ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον A.Ch.672.

German (Pape)

[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.

Greek (Liddell-Scott)

βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.

Greek Monolingual

βούλιος, -ον (Α) βουλή
συνετός, σοφός.

Greek Monotonic

βούλιος: -ον (βουλή), =βουλευτικὸς 2, σοφός, συνετός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βούλιος:
1) требующий размышления, т. е. серьезный, важный: εἰ δ᾽ ἄλλο πρᾶξαι τι βουλιώτερον Aesch. если нужно сделать нечто серьезное;
2) рассудительный, мудрый (φρήν Aesch.).

Middle Liddell

= βουλευτικός 2.] βουλή
sage, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλιος -ον βουλή met overleg.