θοινατικός

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινᾱτικός Medium diacritics: θοινατικός Low diacritics: θοινατικός Capitals: ΘΟΙΝΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thoinatikós Transliteration B: thoinatikos Transliteration C: thoinatikos Beta Code: qoinatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a feast or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. θοινατητικός).

German (Pape)

[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.

Greek (Liddell-Scott)

θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.

Greek Monolingual

θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).

Greek Monotonic

θοινᾱτικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτικός: пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).

Middle Liddell

θοινᾱτικός, ή, όν, of or for a feast, Xen. [from θοινάω]