διοπεύω

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπεύω Medium diacritics: διοπεύω Low diacritics: διοπεύω Capitals: ΔΙΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diopeúō Transliteration B: diopeuō Transliteration C: diopeyo Beta Code: diopeu/w

English (LSJ)

to be captain of a ship, δ. τὴν ναῦν (Harp., διοπτεύων codd.) Test. ap. D.35.20,34.

Spanish (DGE)

ser oficial de un barco διοπεύων τὴν ναῦν D.35.20, 34, cf. Hsch.
fig. de una ciudad ἀκάτιον· ὁ διοπεύων τὴν πόλιν ἄρχων Hsch.

French (Bailly abrégé)

être commandant de navire.
Étymologie: δίοπος¹, codd. διοπτεύω.

Greek (Liddell-Scott)

διοπεύω: ἐπιστατῶ κατὰ τὴν φόρτωσιν πλοίου, ἐπιβλέπω εἰς τὸ φορτίον καὶ τὴν φόρτωσιν (πρβλ. δίοπος, ὁ, ΙΙ), δ. τὴν ναῦν (κατὰ διόρθ. τοῦ Δινδ. ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἀντὶ τοῦ διοπτεύων), παρὰ Δημ. 929. 20., 934. 22.

Greek Monolingual

διοπεύω (Α)
επιβλέπω τη φόρτωση πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διοπεύω: έχω την επιστασία, έχω την επίβλεψη της φόρτωσης ενός πλοίου, παρά Δημ.

Middle Liddell


to be in charge of a ship, ap. Dem. [from δίοπος