διαβιόω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
fut. -ώσομαι: aor. 2 -εβίων, inf. -βιῶναι (also -βιῶσαι· ζῆσαι, Hsch.): pf. A -βεβίωκα Isoc.9.70:—live through, pass, χρόνον Pl.Lg.730c; τὸν βίον Id.Men.81b; τὸν ἐνθάδε χρόνον Isoc.l.c.: abs., spend one's whole life, δ. δικαίως Pl.Grg.526a: c. part., μελετῶν διαβεβιωκέναι X.Ap.3, Mem.4.8.4. 2 survive, Procop.Pers.2.5, al. 3 δ. ἀπὸ χρημάτων live on, Plu.Publ.3.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. διαβιῶναι E.Fr.1052.9, Pl.Grg.526a, part. διαβιούς X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17]
1 pasar la vida ἡ δ' εὐλάβεια ... τὸ διαβιῶναι μόνον ἀεὶ θηρωμένη E.l.c., c. constr. prep. ἐν ᾗ γὰρ ἂν ... διαβιῷ pues si (la música) en la que ha pasado la vida ocupado Pl.Lg.802c, τοὺς δὲ ἀνθρώπους ἀθλίους ἐν σκοτεινῷ διαβιοῦν Luc.DDeor.14.2, ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν I.AI 18.242, μετ' εὐνούχων καὶ παλλακῶν ἔνδον διαβιοῦντι D.Chr.4.113, c. adv. γενεαὶ διαβιοῦσαι πολλαὶ τοῦτον τὸν τρόπον Pl.Lg.679d, cf. Ael.NA 7.48, TAM 3(1).927.5 (Termeso, imper.), δικαίως διαβιῶναι Pl.l.c., cf. Clem.Al.Strom.5.14.122, c. part. pred. del suj. ἐμαυτὸν οὕτω περιφράξας διαβιῶ Pl.R.365b, cf. Grg.473c, Lg.875b, οὐ γὰρ δοκῶ σοι ἀπολογεῖσθαι μελετῶν διαβεβιωκέναι; X.Ap.3, cf. Mem.4.8.4
•en v. med. mismo sent. τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσῃ X.Mem.2.1.23
•c. ac. int. vivir, pasar ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men.81b, cf. Lg.662d, τὸν ἐνθάδε χρόνον εὐτυχέστερον καὶ θεοφιλέστερον ἐκείνων διαβεβίωκεν Isoc.9.70, cf. X.Mem.4.8.2, Luc.IConf.17, c. ac. y part. ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ Pl.Lg.730c, cf. Plu.2.660e
•en v. med. mismo sent., c. ac. int. πάνυ μετρίως καὶ μουσικῶς διαβιώσεται τὸν βίον Arr.Epict.Fr.8.
2 vivir de, mantenerse de c. giro prep. τὰ χρήματα καὶ τὰς οὐσίας ... ἀφ' ὧν διαβιώσονται Plu.Publ.3, c. dat. instrum. κεκολασμένῃ τροφῇ διαβιώσας Ael.VH 11.3.
3 sobrevivir ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἦ δύο LXX Ex.21.21, cf. Plu.2.438b, Procop.Pers.2.5.33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
passer sa vie.
Étymologie: διά, βιόω.
Greek (Liddell-Scott)
διαβῐόω: μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι:- ζῶ μέχρι τέλους, διέρχομαι (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· μετὰ μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε.
Greek Monotonic
διαβιόω: μέλ. -ώσομαι, αόρ. βʹ -εβίων, απαρ. -βιῶναι· διάγω, διαιτόμαι, διέρχομαι, χρόνον, βίον, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., περνώ ολόκληρη τη ζωή μου, στον ίδ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαβιόω: (тж. δ. τὸν βίον Isocr., Plat., Plut.)
1) проводить время или жизнь, жить (ὡς ὁσιώτατα, δικαίως, ἐν τῇ περὶ Μοῦσαν διατριβῇ Plat.; κακίᾳ λανθανούσῃ Plut.): τι или ποιεῖν τι μελετῶν διαβεβιωκέναι Xen. прожить жизнь в заботах о чем-л.;
2) жить, кормиться (ἀπό τινος Plut.).
Middle Liddell
fut. ώσομαι aor2 -εβίων inf. -βιῶναι
to live through, pass, χρόνον, βίον Plat., etc.:—absol. to spend one's whole life, Plat., Xen.