κεκραγμός
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ὁ, = κέκραγμα (scream, cry), E. IA 1357, Plu. 2.654f (pl.).
German (Pape)
[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.
Greek (Liddell-Scott)
κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».
Greek Monolingual
κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].
Greek Monotonic
κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.