μεγαλωσύνη
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ, greatness, majesty, LXX 2 Ki.7.21, al., Aristeas 192.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v.l. μεγαλοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grandeur, majesté.
Étymologie: μέγας.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωσύνη: ἡ, μεγαλεῖον, μεγαλειότης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς.
English (Strong)
from μέγας; greatness, i.e. (figuratively) divinity (often God himself): majesty.
English (Thayer)
μεγαλωσύνης, ἡ, only in Biblical and ecclesiastical writings (cf. Winer's Grammar, 26,95 (90); Buttmann, 73, and see ἀγαθωσύνη) (μέγας), the Sept. for גֹּדֶל and גְּדוּלָה; majesty: of the majesty of God, Song of Solomon 2Samuel 7:23; Sirach 2:18, and often).
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλωσύνη)
βλ. μεγαλοσύνη.
Greek Monotonic
μεγᾰλωσύνη: ἡ (μέγας), σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλωσύνη: ἡ величие NT.
Middle Liddell
μεγᾰλωσύνη, ἡ, μέγας
greatness, majesty, NTest.
Chinese
原文音譯:megalwsÚnh 姆瓜羅-需尼
詞類次數:名詞(3)
原文字根:大-共同 相當於: (גְּדוּלָּה) (גֹּדֶל)
字義溯源:至大者,威嚴;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(3);來(2);猶(1)
譯字彙編:
1) 威嚴(1) 猶1:25;
2) 至大者(1) 來8:1;
3) 至大者的(1) 來1:3