πιδύω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
gush forth, AP9.322 (Leon.), 10.13 (Satyr.); ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτόν] Plu.Aem.14, cf. Antig.Mir.144: —Med., Nic.Th.302. [ῡ exc. in Nic. l.c.]
German (Pape)
[Seite 612] aufquellen, durchquellen u. durchsintern lassen; πιδυούσης εἰς ἓν τῆς γῆς τὰς ἀρχὰς τῶν ποταμῶν, Arist. meteorl. 1, 13, 5; gew. im med. hervorquellen, sprudeln, αἷμα διὲκ ῥινῶν τε καὶ αὐχένος πιδύεται, Nic. Ther. 302, Schol. πηδᾷ. Die Gramm. haben auch πηδύω u. leiten es falsch von πηδάω ab.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
sourdre, jaillir.
Étymologie: R. Πι, boire ; cf. πίνω.
Greek (Liddell-Scott)
πῑδύω: ἀναβρύω, Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτὸν] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. ἐκπιδύομαι. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. πιδύω, πιδάω, πηδάω ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. πίνω.)
Greek Monolingual
Α
αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου πῖδυς (βλ. πίδακας)].
Greek Monotonic
πῑδύω: ρέω ορμητικά προς τα εμπρός, αναβλύζω, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πῑδύω: (ῡ) струиться, литься, изливаться Plut., Anth.