πολυπρηγμονέω
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
Greek Monotonic
πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρηγμονέω: ион. = πολυπραγμονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπρηγμονέω Ion. voor πολυπραγμονέω.