πτωσκάζω

From LSJ
Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωσκάζω Medium diacritics: πτωσκάζω Low diacritics: πτωσκάζω Capitals: ΠΤΩΣΚΑΖΩ
Transliteration A: ptōskázō Transliteration B: ptōskazō Transliteration C: ptoskazo Beta Code: ptwska/zw

English (LSJ)

poet. for sq., crouch or cower for fear, Il.4.372.

German (Pape)

[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v.l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
c. πτώσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.

English (Autenrieth)

inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.

Greek Monolingual

και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].

Greek Monotonic

πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.

Middle Liddell

πτωσκάζω, [poetic for πτώσσω, Il.]