σπειράομαι
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
(σπεῖρα) Pass., A to be coiled or folded round, πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3; πέριξ . . σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457; δράκοντα . . ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9; σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους. 2 metaph., λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσπειρήθην;
se rouler en spirales.
Étymologie: σπεῖρα.
Greek (Liddell-Scott)
σπειράομαι: (σπεῖρα) Παθητ., συσπειροῦμαι, τυλίσσομαι, «κουλλουριάζομαι», πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν Εἰσαγ. 153C· πέριξ ... σπειρηθεὶς (δράκων) Νικ. Θηρ. 457· δράκοντα. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Παυσ. 10. 33, 9· σχοινίου ἐσπειραμένου ... ὡς δράκων Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 227· μετὰ δοτ., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν, συνεστραμμένους περὶ τοὺς παῖδας, προοίμ. εἰς Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 2) μεταφορ., λόγος Δημήτρ. Φαληρ. 8. - Πρβλ. περισυσπειράω.
Greek Monotonic
σπειράομαι: (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπειράομαι [σπεῖρα] perf. ptc. ἐσπειραμένος zich kronkelen.
Middle Liddell
σπειράομαι, σπεῖρα
Pass. to be coiled or folded round.