φιλοεργός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
όν, or φιλόεργος, ον, fond of work, industrious, κερκίς AP6.48, cf. 7.423 (Antip.Sid.): Sup., ib.6.288 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1279] oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le travail, industrieux.
Étymologie: φίλος, ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοεργός: -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, ἐργατικός, φιλόπονος, Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288.
Greek Monolingual
-όν, και φιλόεργος, -ον, Α
βλ. φιλεργός.
Greek Monotonic
φῐλοεργός: -όν (ἔργον), αυτός που αγαπά τη δουλειά, εργατικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
φῐλο-εργός, όν ἔργον
fond of work, industrious, Anth.