ἀνυτικός

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠτικός Medium diacritics: ἀνυτικός Low diacritics: ανυτικός Capitals: ΑΝΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anytikós Transliteration B: anytikos Transliteration C: anytikos Beta Code: a)nutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = ἀνυστικός, effective, X.Eq.Mag.2.6 (Comp.), Oec.20.22 (Sup.), Plb.8.3.3 (Comp.); λόγοι S.E.M.9.182 (Sup.); of persons, J.BJ5.9.1 (Comp.), 1.17.8 (Sup.). 2 rapid, ἀνυτικωτέραν ποιε̄ν τὴν κίνησιν Arist.PA682b1. Adv.-κῶς [Longin.]Rh.p.190H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): át. ἁνυτικός X.Eq.Mag.2.6, Oec.20.22
I 1de cosas efectivo τὸ παραγγέλλειν ... πολὺ ἁνυτικώτερον X.Eq.Mag.l.c., cf. Oec.l.c., S.E.M.9.182, I.BI 5.361.
2 eficiente de pers. καταλιπὼν δὲ τοὺς ἀνυτικωτάτους τῶν ἑταίρων I.BI 1.344.
II rápido ἀνυτικωτέραν ... ποιεῖν τὴν κίνησιν Arist.PA 682b1.
III adv. -ῶς de manera efectiva Longin.Rh.p.190.

German (Pape)

[Seite 267] = ἀνυστικός, Xen. Oec. 20, 22; χρημάτισις M. Anton. 4, 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui conduit à un résultat, efficace.
Étymologie: ἀνύτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῠτικός: -ή, -όν, = ἀνυστικός, Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) ὁρμητικός, ταχύς, ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.

Greek Monolingual

ἀνυτικός, -ή, -όν (Α)
1. ανυστικός
2. ορμητικός, ταχύς.

Greek Monotonic

ἀνῠτικός: -ή, -όν = ἀνυστικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῠτικός: Xen., Arst., Sext. = ἀνυστός.

Middle Liddell


to be accomplished, practicable, Xen.