ἐγκαταδύνω

From LSJ
Revision as of 14:22, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταδύνω Medium diacritics: ἐγκαταδύνω Low diacritics: εγκαταδύνω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΔΥΝΩ
Transliteration A: enkatadýnō Transliteration B: enkatadynō Transliteration C: egkatadyno Beta Code: e)gkatadu/nw

English (LSJ)

[ῡ], aor. -κατέδυν, of the sun, set upon a place, Hp.Aër.6; sink beneath, ὕδασιν AP7.532 (Isid.); μυχόν Opp. H.1.153: abs., sink, be absorbed in, Archig. ap. Aët.3.167, Gal.7.217: metaph., to be immersed in, c. dat., Dam.Pr.10:—Med., τοῖς οἰκείοις ἐπιτηδεύμασι Procop.Arc.1.

Spanish (DGE)

1 hundirse el sol, ponerse ἥλιος ἐγκαταδύνων Hp.Aër.6.
2 adentrarse en σηκοῖς θεοῦ Eudoc.Cypr.1.242.

German (Pape)

[Seite 705] (s. δύνω), in Etwas hinabtauchen, untergehen; ἥλιος Hippocr.; ὕδασιν ἐγκατέδυν Isidor. 3 (VII, 532); ἐγκαταδὺς μυχόν Opp. H. 4, 153.

French (Bailly abrégé)

se plonger ou pénétrer dans, être pénétrant en parl. du soleil.
Étymologie: ἐν, καταδύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταδύνω: ἀόρ. -κατέδυν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύω πρός τι μέρος (ὅπερ, ὡς εἰκός, εἶναι δυσμικόν), Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· εἰσέρχομαι λάθρᾳ εἴς τι, ὕδασιν Ἀνθ. Π. 7. 532· μυχὸν Ὀππ. Ἁλ. 1. 153.

Greek Monolingual

ἐγκαταδύνω (Α)
1. (για τον ήλιο)
δύω, βασιλεύω πίσω από κάποιο σημείο
2. μπαίνω κρυφά κάπου.

Greek Monotonic

ἐγκαταδύνω: αόρ. βʹ -κατέδυν, βυθίζομαι χαμηλότερα, ὕδασιν, σε Ανθ.

Middle Liddell

aor2 -κατέδυν
sink beneath, ὕδασιν Anth.