ἐλευθεριότης

From LSJ
Revision as of 14:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεριότης Medium diacritics: ἐλευθεριότης Low diacritics: ελευθεριότης Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: eleutheriótēs Transliteration B: eleutheriotēs Transliteration C: eleftheriotis Beta Code: e)leuqerio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, a free man's disposition, the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐλευθεριότης Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐλευθεριότης τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτίαdespilfarroἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.

German (Pape)

[Seite 796] ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d'un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.

Greek Monotonic

ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ευγένεια, αρχοντιά, γενναιοδωρία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεριότης: ητος ἡ
1) состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.;
2) великодушие, щедрость, бескорыстие (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὶ ἀνελευθερίας Arst.).

Middle Liddell

ἐλευθεριότης, ητος,
the character of an ἐλευθέριος, liberality, Plat.

English (Woodhouse)

generosity, munificence, in giving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)