ἐπιπόδιος

From LSJ
Revision as of 15:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόδιος Medium diacritics: ἐπιπόδιος Low diacritics: επιπόδιος Capitals: ΕΠΙΠΟΔΙΟΣ
Transliteration A: epipódios Transliteration B: epipodios Transliteration C: epipodios Beta Code: e)pipo/dios

English (LSJ)

α, ον, upon the feet, S.OT1350 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 971] an den Füßen, z. B. πέδαι, Fußfesseln, Soph. O. R. 1350.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché aux pieds.
Étymologie: ἐπί, πούς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόδιος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἐπὶ τῶν ποδῶν· σχηματισθὲν ὡς τὸ ἐμπόδιος, περιπόδιος, ὄλοιθ’ ὅστις ἦν ὃς ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας ἔλυσ’ Σοφ. Ο. Τ. 1350.

Greek Monolingual

ἐπιπόδιος, -ον (Α) πους
αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας (δεσμά)», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιπόδιος: -α, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται στα πόδια, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόδιος: находящийся на ногах, ножной (πέδαι Soph.).

Middle Liddell

ἐπι-πόδιος, η, ον πούς
upon the feet, Soph.