ὀνοτάζω

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτάζω Medium diacritics: ὀνοτάζω Low diacritics: ονοτάζω Capitals: ΟΝΟΤΑΖΩ
Transliteration A: onotázō Transliteration B: onotazō Transliteration C: onotazo Beta Code: o)nota/zw

English (LSJ)

like ὄνομαι, blame, h.Merc.30; σκολιῶς ὀ. Hes.Op.258 :— Med., γάμον ὀνοταζόμεναι abominating it, A.Supp.10codd. ὀνοτ-αστός, ή, όν, οὐκ ὀ. not to be made light of, prob. cj. in h.Ven.254.

German (Pape)

[Seite 350] = ὄνομαι, tadeln, schmähen; H. h. Merc. 30; σκολιῶς, Hes. O. 260. – Eben so im med., γάμον ὀνοταζόμεναι, verschmähend, Aesch. Suppl. 10; Ion bei Phot., der ἐκφαυλίζεσθαι erkl.

French (Bailly abrégé)

injurier, traiter avec mépris;
Moy. ὀνοτάζομαι m. sign.
Étymologie: ὄνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτάζω: ὡς τὸ ὄνομαι, μέμφομαι, ψέγω, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.

Greek Monolingual

ὀνοτάζω (Α) ονοτός
(ποιητ.. τ.)
1. όνομαι, μέμφομαι, ψέγω
2. μέσ. ονοτάζομαι
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὀνοτάζω: = ὄνομαι, κατηγορώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτάζω: тж. med. с презрением или с негодованием отвергать (σύμβολον HH; γάμον Aesch.).

Middle Liddell

ὀνοτάζω, = ὄνομαι
to blame, Hhymn., Hes.