κρύφα

From LSJ
Revision as of 20:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω) A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101. 2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφα [κρύπτω] adv., in het geheim:; κρύφα διαψηφισάμενοι in een geheime stemming Thuc. 4.88.1; met gen.: buiten medeweten van.

Russian (Dvoretsky)

κρύφᾰ: (ῠ) adv. Thuc., Plut. = κρύβδα I.

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
κρῠφᾰ secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

Greek Monolingual

κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. -κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].

Greek Monotonic

κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

Middle Liddell

= κρύβδα,]
without the knowledge of, c. gen., Thuc.: absol. secretly, Thuc.

English (Woodhouse)

secretly, by stealth, unknown to, unobserved by, unperceived by, unseen by, without the knowledge of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)