ποτέρωθι
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
English (LSJ)
Adv. on whether of the two sides? on which side (of two)? π. οὖν εὐαπατητότεροί ἐσμεν; Pl.Phdr.263b; π. τὴν ἀπάτην ταύτην θήσομεν; Answ. πρὸς τὴν δικαιοσύνην X.Mem.4.2.17.
German (Pape)
[Seite 689] adv., auf welcher von beiden Seiten? Plat. Phaedr. 263 b Xen. Mem. 4, 2, 17 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
duquel des deux côtés ?
Étymologie: πότερος, -θι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτέρωθι [πότερος] adv., aan welk van beide kanten?
Russian (Dvoretsky)
ποτέρωθῐ: adv. по какой из (обеих) сторон, на какой стороне, с какой стороны Xen.: π. εὐαπατητότεροί ἐσμεν; Plat. в каком отношении мы легче всего поддаемся обману?
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη;
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. εκατέρω-θι)].
Greek Monotonic
ποτέρωθι: (πότερος), επίρρ., προς ποιο από τα δύο μέρη; ή σε ποιο μέρος από τα δύο;, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέρωθι: Ἐπίρρ., (πότερος) πρὸς ποῖον ἢ κατὰ ποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν; π. οὖν εὐαπατητότεροί ἐσμεν; Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β· π. τὴν ἀπάτην ταύτην θήσομεν; Ἀπόκρ., πρὸς τὴν δικαιοσύνην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 17· οὕτω, ποτέρωσε οὖν θῶμεν τοῦτο; Ἀπόκρ., πρὸς τὴν ἀδικίαν, αὐτόθι 14.
Middle Liddell
adv. πότερος
on whether of the two sides? on which side (of two)? Xen., etc.