προπλέω
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.
German (Pape)
[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.
French (Bailly abrégé)
naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.
Russian (Dvoretsky)
προπλέω: плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.
Greek Monolingual
και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.