προπλέω

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπλέω Medium diacritics: προπλέω Low diacritics: προπλέω Capitals: ΠΡΟΠΛΕΩ
Transliteration A: propléō Transliteration B: propleō Transliteration C: propleo Beta Code: prople/w

English (LSJ)

sail before, Th.4.120; cf. προπλώω.

German (Pape)

[Seite 740] (s. πλέω), vorher- od. vorausschiffen, Thuc. 4, 120 u. Sp. S. auch προπλώω.

French (Bailly abrégé)

naviguer devant.
Étymologie: πρό, πλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πλέω en προπλώω vooruit varen.

Russian (Dvoretsky)

προπλέω: плыть впереди: τριήρει φιλίᾳ προπλεούσῃ Thuc. (Брасид отплыл в Скиону), а впереди плыла союзная триера.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προπλώω Α
πλέω προηγουμένως ή πλέω μπροστά από κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

προπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω από πριν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω πρότερον, Θουκ. 4. 120· πρβλ. προπλώω.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail before, Thuc.