καρφίτης

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφίτης Medium diacritics: καρφίτης Low diacritics: καρφίτης Capitals: ΚΑΡΦΙΤΗΣ
Transliteration A: karphítēs Transliteration B: karphitēs Transliteration C: karfitis Beta Code: karfi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.

Russian (Dvoretsky)

καρφίτης: ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы (θάλαμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.

Greek Monolingual

καρφίτης, ὁ (Α)
ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» — η χελιδονοφωλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λογχίτης, μελιτίτης)].

Greek Monotonic

καρφίτης: -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρφίτης, ου,
built of dry straws, Anth. [from κάρφος