μετεκδίδωμι

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεκδίδωμι Medium diacritics: μετεκδίδωμι Low diacritics: μετεκδίδωμι Capitals: ΜΕΤΕΚΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: metekdídōmi Transliteration B: metekdidōmi Transliteration C: metekdidomi Beta Code: metekdi/dwmi

English (LSJ)

in Med., betroth a second time, Plu.Comp.Lyc. Num.3.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.

French (Bailly abrégé)

f. μετεκδώσω;
au Moy. remettre aux mains d'un second mari.
Étymologie: μετά, ἐκ, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

μετεκδίδωμι: снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετεκδίδωμι: δανείζω, Πλουτ. Σύγκρ. Λυκ. καὶ Νουμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.

Greek Monolingual

μετεκδίδωμι (Α)
(το μέσ.) μετεκδίδομαι
μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].

Greek Monotonic

μετεκδίδωμι: δίνω ξανά, δανείζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to lend out, Plut.