μετόπωρον

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπωρον Medium diacritics: μετόπωρον Low diacritics: μετόπωρον Capitals: ΜΕΤΟΠΩΡΟΝ
Transliteration A: metópōron Transliteration B: metopōron Transliteration C: metoporon Beta Code: meto/pwron

English (LSJ)

τό (later μεθόπωρον), = φθινόπωρον, late autumn, Hp.Aër.6; τοῦ ἔτους πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος Th.7.79: coupled with ἔαρ, θέρος, χειμών, Arist.GA784a19: metaph., τὸ μ. τοῦ κάλλους Philostr.Ep. 51.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fin de l'automne, automne.
Étymologie: μετά, ὀπώρα.

Russian (Dvoretsky)

μετόπωρον: τό осень Thuc., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπωρον: τό, τὸ μετὰ τὴν ὀπώραν, = φθινόπωρον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, Θουκ. 7. 79· μνημονεύεται μετὰ τῶν λέξεων: ἔαρ, θέρος, χειμών, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 3, 35· - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετόπωρον· μετὰ τὴν ὀπώραν, τροπὴ μετὰ θέρος».

Greek Monolingual

μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον)
η εποχή του έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό του καλοκαιριού, το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)].

Greek Monotonic

μετόπωρον: τό (ὀπώρα), προχωρημένο φθινόπωρο, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετόπωρον, ου, τό, ὀπώρα
late autumn, Thuc.

English (Woodhouse)

autumn, fall of the year

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)