μακροβιότης
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ητος, ἡ, longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr.HP4.13.2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.
Russian (Dvoretsky)
μακροβιότης: ητος ἡ долгая жизнь, долговечность Arst., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.
Greek Monotonic
μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.
Middle Liddell
μακροβιότης, ητος, ἡ, [from μακρόβιος
longevity, Arist.