μετάχρονος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ον, out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.
Russian (Dvoretsky)
μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.
Greek Monolingual
μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.
Greek Monotonic
μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.