μετάχρονος

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχρονος Medium diacritics: μετάχρονος Low diacritics: μετάχρονος Capitals: ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: metáchronos Transliteration B: metachronos Transliteration C: metachronos Beta Code: meta/xronos

English (LSJ)

ον, out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Greek Monolingual

μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.

Greek Monotonic

μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μετά-χρονος, ον
after the time, done later, Luc.