μυχόνδε
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
Adv. A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.
German (Pape)
[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.
French (Bailly abrégé)
adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.
English (Autenrieth)
to the inmost part, Od. 22.270†.
Greek Monolingual
μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].
Greek Monotonic
μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.