παράμονος

From LSJ
Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμονος Medium diacritics: παράμονος Low diacritics: παράμονος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: parámonos Transliteration B: paramonos Transliteration C: paramonos Beta Code: para/monos

English (LSJ)

poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q.v.), πένθος Plu.2.114f; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30; οἶνος Gp.1.12.32; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.

German (Pape)

[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.

Russian (Dvoretsky)

παράμονος: дор. πάρμονος 2 Pind., Xen., Plut. = παραμόνιμος.

Greek (Liddell-Scott)

παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].

Greek Monotonic

παράμονος: ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

παράμονος, ποετ. πάρμονος, ον, = παραμόνιμος, Pind.]