στοιχείωμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχείωμα Medium diacritics: στοιχείωμα Low diacritics: στοιχείωμα Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΑ
Transliteration A: stoicheíōma Transliteration B: stoicheiōma Transliteration C: stoicheioma Beta Code: stoixei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, elementary or basic principle, Epicur.Ep.1p.4U., Phld.Rh.1.140S.

German (Pape)

[Seite 946] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα.

Russian (Dvoretsky)

στοιχείωμα: ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχείωμα: τό, στοιχεῖον, ἀρχή, προπαίδευμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου· - ὅθεν στοιχειωματικοί, οἱ, οἱ ἐκ τῶν ζῳδιακῶν σημείων προλέγοντες τὴν τύχην κατὰ τὴν γέννησίν τινος, Πτολεμ., Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ στοιχειῶ
1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία
2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)
3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα
τα σημεία του ζωδιακού κύκλου.