φορεύς
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
gen. έως, Ep. ῆος, ὁ, A bearer, carrier, Il.18.566, A.R.1.132. II litter-bearer, Plu.Art.22. III [ἵππος] φ. pack-horse, sumpter-horse, Id.Aem.19.
German (Pape)
[Seite 1299] ὁ, der Träger; Il. 18, 566; ἰῶν Ap. Rh. 1, 132; bes. der Sänftenträger, Plut. Artax. 22; ἵππος φορεύς, Pack-, Saumroß, Aem. Paull. 19.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 porteur, portefaix;
2 ἵππος φορεύς PLUT cheval de somme.
Étymologie: φορέω.
Russian (Dvoretsky)
φορεύς: έως adj. m вьючный (ἵππος Plut.).
έως ὁ
1) носильщик Hom.;
2) носильщик паланкина, лектикарий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φορεύς: γεν. έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ βαστάζων ἢ φέρων τι, μία δ’ οἴη ἀταρπιτὸς ἦεν…, τῇ νίσσοντο φορῆες, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωὴν Ἰλ. Σ. 566 κἑξ.· ἰῶν τε φορεὺς φύλακός τε βιοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 132, κλπ. ΙΙ. ὁ μεταφέρων τινὰ ἐπὶ φορείου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 22. ΙΙΙ. ἵππος φορεύς, φορτηγός, σκευοφόρος ἵππος· ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φορεῖς· οἱ τὴν μεταλλικὴν ὕλην ἐκκομίζοντες παῖδες. καὶ οἱ τῶν ἀσπίδων ἱμάντες. καὶ οἱ φέροντες».
English (Autenrieth)
ῆος: carrier, of grapes in the wine-harvest, vintager, Il. 18.566†.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. φορέας.
Greek Monotonic
φορεύς: γεν. -έως, Ιων. -ῆος, ὁ (φέρω), μεταφορέας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππος φορεύς, μουλάρι, ημίονος για φόρτωμα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
φορεύς, έως, φέρω
a bearer, carrier, Il.: ἵππος φορεύς a pack- horse, Plut.