χειροτέχνημα

From LSJ
Revision as of 16:54, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτέχνημα Medium diacritics: χειροτέχνημα Low diacritics: χειροτέχνημα Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: cheirotéchnēma Transliteration B: cheirotechnēma Transliteration C: cheirotechnima Beta Code: xeirote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.

German (Pape)

[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.

Russian (Dvoretsky)

χειροτέχνημα: ατος τό произведение (человеческого) искусства, изделие Babr.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέριέκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).

Greek Monotonic

χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.

Middle Liddell

χειροτέχνημα, ατος, τό,
a work of art, Babr. [from χειροτέχνης