ἀμφίφαλος Search Google

From LSJ
Revision as of 17:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίφᾰλος Medium diacritics: ἀμφίφαλος Low diacritics: αμφίφαλος Capitals: ΑΜΦΙΦΑΛΟΣ
Transliteration A: amphíphalos Transliteration B: amphiphalos Transliteration C: amfifalos Beta Code: a)mfi/falos

English (LSJ)

κυνέη helmet with double crest (φάλος), Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.

Spanish (DGE)

(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.

German (Pape)

[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίφᾰλος: имеющий два гребня или две шишки (κυνέη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς (φάλος).

English (Autenrieth)

(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)

Greek Monolingual

ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].

Greek Monotonic

ἀμφίφᾰλος: -ον, με διπλή περικεφαλαία (βλ. φάλος), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


with double crest (v. φάλος), Il.