ἀνοχμάζω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
hoist, lift up, AP9.204 (Agath.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [opt. aor. ἀνοχμάσσειας]
levantar μή με τὸν Αἰάντειον ἀνοχμάσσειας ... πέτρον no intentes levantarme a mí que soy la piedra de Áyax, AP 9.204 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
lever, élever.
Étymologie: ἀνά, ὀχμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχμάζω: (только 2 л. sing. aor. opt. ἀνοχμάσσειας) поднимать (πέτρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχμάζω: μέλλ. -άσω, ἀνεγείρω, ἀνυψῶ, Ἀνθ. Π. 9. 204.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀνοχμάζω: μέλ. -άσω, ανεγείρω, ανυψώνω, σε Ανθ.